παρασιωπώ — παρασιωπώ, παρασιώπησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρασιωπώ — παρασιώπησα, παρασιωπήθηκα, παραλείπω σκόπιμα να αναφέρω κάτι, αποφεύγω να πω κάτι, αποσιωπώ: Το θέμα της κληρονομιάς παρασιωπήθηκε απ όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρασιωπῶ — παρασιωπάω pass over in silence pres imperat mp 2nd sg παρασιωπάω pass over in silence pres subj act 1st sg (attic epic ionic) παρασιωπάω pass over in silence pres ind act 1st sg (attic epic ionic) παρασιωπάω pass over in silence pres subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνημονώ — ἀμνημονῶ ( έω) (Α) [ἀμνήμων] 1. είμαι αμνήμων, δεν θυμάμαι 2. ξεχνώ, λησμονώ 3. δεν κάνω μνεία, δεν αναφέρω κάποιον ή κάτι, παρασιωπώ … Dictionary of Greek
εφησυχάζω — (ΑΜ ἐφησυχάζω) [ἡσυχάζω] αναπαύομαι από τους κόπους, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω, ησυχάζω νεοελλ. 1. επαναπαύομαι, εμπιστεύομαι, επαφίεμαι, ξεθαρρεύομαι 2. αμελώ, παραμελώ νεοελλ. μσν. ησυχάζω ψυχικά για κάτι, παύω ν ανησυχώ μσν. αποσύρομαι σε μονή… … Dictionary of Greek
παρέρχομαι — ΝΜΑ 1. (για χρόνο ή σε αναφορά με αυτόν) περνώ, φεύγω, κυλώ (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ ἑβδομήκοντα ἡμέραι», Ηρόδ.) 2. (για γεγονότα ή καταστάσεις) περνώ και χάνομαι, εξουδετερώνομαι, δεν υπάρχω πια (α.… … Dictionary of Greek
παραβαίνω — ΝΜΑ, παρβαίνω Α αθετώ, παραβιάζω, αναιρώ (α. «παραβαίνω τον όρκο» β. «θεοῡ δε νόμον οὐ παραβαίνομεν», Ευρ.) αρχ. 1. (για πολεμιστές που μάχονταν από άρματα) πορεύομαι παραπλεύρως κάποιου, στέκομαι δίπλα του («παρεβεβήκεε δὲ οἱ ἡνίοχος τῷ οὔνομα… … Dictionary of Greek
παραλείπω — ΝΜΑ 1. αφήνω κάτι κατά μέρος σκόπιμα ή από λάθος 2. δεν αναφέρω κάτι σκόπιμα ή επειδή τό λησμόνησα, παρασιωπώ κάτι, παρατρέχω (α. «παρέλειψε να μάς αναφέρει την κατάσταση» β. «ἕν δ εἰπὲ πάντα παραλιπών», Ευρ.) 3. αμελώ να κάνω κάτι ή αφήνω κάτι… … Dictionary of Greek
παρασεσιωπημένως — Α επίρρ. σιωπηλώς, μυστικώς, εν σιγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρασεσιωπημένος, μτχ. μεσ. παρακμ. τού παρασιωπῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
παρασιγώ — άω και ιων. τ. έω, Α 1. περνώ κάτι σιωπηρώς, χωρίς να τό μνημονεύσω, αντιπαρέρχομαι, παρασιωπώ 2. παθ. παρασιγῶμαι, άομαι και έομαι με αντιπαρέρχονται χωρίς να μέ μνημονεύσουν … Dictionary of Greek